Τσιρίγο

Τσιρίγο
Τσιρίγο, το και Τσερίγο, το
το νησί Κύθηρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Τσιριγώτης — ο, θηλ. Τσιριγώτισσα, Ν αυτός που κατοικεί στο Τσιρίγο, δηλαδή στα Κύθηρα, ή αυτός που κατάγεται από εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τσιρίγο + κατάλ. ώτης (πρβλ. Πειραι ώτης)] …   Dictionary of Greek

  • τσιριγώτικος — η, ο, Ν [Τσιριγώτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Τσιρίγο, δηλαδή στα Κύθηρα, ή αυτός που προέρχεται από εκεί …   Dictionary of Greek

  • Κύθηρα — τα το νησί Τσιρίγο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσιριγώτικος — η, ο που έχει σχέση με το Τσιρίγο (τα Κύθηρα) ή που προέρχεται από αυτό: Φρούτα τσιριγώτικα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”